στοιχειοκράτωρ

στοιχειοκράτωρ
στοιχειο-κράτωρ [ᾰ], ορος, , pl. σ. θεοί gods
A who presided over the elements, Simp. in Cael.107.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στοιχειοκράτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που κρατά και εξουσιάζει τα στοιχεία τής φύσης («στοιχειοκράτορες θεοί», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • στοιχειοκράτορας — στοιχειοκράτωρ who presided over the elements masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”